- ενεστώς
- -ώσα, -ώς (AM ἐνεστώς, -ῶσα, -ώς)(μτχ. παρακμ. τού ενίστημι ως ουσ.) χρόνος τού ρήματος που δηλώνει ότι η πράξη γίνεται στο παρόν και διαρκεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνεστώς — ἐνίστημι put perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia
Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα … Википедия
Древне-греческий язык — Древнегреческий язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
Древнегреческий — язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
αντιχρονισμός — ο 1. (Γραμμ.) η χρήση ενός χρόνου με σημασία άλλου, π.χ. ἥκω (ενεστώς με σημασία παρακειμένου) 2. (Μουσ.) ο φθόγγος που ακούγεται σε ασθενές μέρος του μέτρου χωρίς όμως ν ακούγεται στο ισχυρό που ακολουθεί … Dictionary of Greek
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
γουριώ — ( άω) ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστώς σχηματισμένος από τον αόριστο του γουριάζω] … Dictionary of Greek